- επιλήψιμο(ν)
- το предосудительность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιλήψιμος — η, ο (AM ἐπιλήψιμος, ον) [επίληψις] αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο επίμεπτη συμπεριφορά αρχ. αυτός που μπορεί να πιαστεί … Dictionary of Greek
μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… … Dictionary of Greek
τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… … Dictionary of Greek
Αλμέιντα-Γκαρέτ, Ζοάο Μπατίστα ντε- — (Joao Batista de Almeida Garrett, 1799 – 1854). Πορτογάλος ποιητής και πολιτικός. Νεαρός έγραψε αξιόλογα ποιήματα και έμμετρες αφηγήσεις, όπως τον Ξέρξη και τη Μερόπη. Το ποίημά του Εικόνα της Αφροδίτης θεωρήθηκε από τις εκκλησιαστικές αρχές… … Dictionary of Greek
Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου … Dictionary of Greek